- εννιάχρονος
- -η, -οπου έχει ηλικία ή διάρκεια εννέα ετών, που είναι εννιά χρονών: Εννιάχρονη εξορία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εννιάχρονος — η, ο αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια εννέα ετών, εννεαετής … Dictionary of Greek
εννέα — και εννιά (AM ἐννέα) άκλ. (απόλ. αριθμτ.) δηλώνει ποσότητα 9 μονάδων νεοελλ. 1. (για χρονολογίες και ημερομηνίες) αντί για το ένατος 2. ως ουσ. το εννέα α) το αριθμητικό σύμβολο τού αριθμού εννέα β) αντικείμενο που έχει την ένατη σειρά ανάμεσα σε … Dictionary of Greek
Βούσιρις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αιγύπτου, γιος του Ποσειδώνα και της Λιβύης, κόρης ή εγγονής του Νείλου. Ένας Κύπριος μάντης τον συμβούλεψε να θυσιάζει κάθε χρόνο στους θεούς έναν ξένο, για να σταματήσει ο εννιάχρονος λιμός. Σκότωσε λοιπόν… … Dictionary of Greek